παράνοια

παράνοια
(Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των παραληρητικών ιδεών βρίσκει στη διαυγή συνείδηση του παρανοϊκού ανταγωνιστικούς και διορθωτικούς παράγοντες, που, με το να υποκύπτουν στην πάλη, ανυψώνουν όλο και περισσότερο την ισχύ και την υπεροχή του συμπλέγματος. Η π. εμφανίζει ποικιλίες που αντιστοιχούν στις ποικιλίες του παραληρήματος και μπορεί να συμπεριληφθούν σε δύο μεγάλες ομάδες: εκείνες με σαφές παραλήρημα καταδίωξης και εκείνες με παραλήρημα μεγαλείου (μεγαλομανία). Η π. με παραλήρημα καταδίωξης χαρακτηρίζεται από μια συμπεριφορά που, μέσω αμφιβολιών, αβεβαιοτήτων, ερευνών, προσανατολίζεται προς μια καινούργια πίστη, μια καινούργια πεποίθηση, που θα είναι το παραλήρημα το οποίο οργανώνει τη μεταμόρφωση και, κατά συνέπεια, την καταστροφή της φυσικής, ηθικής και κοινωνικής προσωπικότητας του πάσχοντος. O πάσχων, παθητικός στην αρχή, υπομένει την υποτιθέμενη προσβολή και την αποκρύπτει, μέχρι, που παρασυρόμενος από την ώθηση άμυνας, γίνεται, από καταδιωκόμενος, διώκτης. Η π. με παραλήρημα μεγαλείου συνίσταται από μια παράλογη υπερεκτίμηση της ψυχοσωματικής προσωπικότητας (παραλήρημα εφευρέτη, αναμορφωτή, πολιτικού κ.ά.). Ο παρανοϊκός μπορεί να διατηρήσει ακόμα και για μεγάλο διάστημα την κοινωνική του υπόσταση, μέχρι που η συστηματοποίηση και η υπεροχή του παραληρήματος τον κάνουν εγωκεντρικό, εχθρικό, απειλητικό, ξένο προς κάθε κοινωνική σχέση. Στα πιο προχωρημένα στάδια μειώνονται και οι νοητικές ικανότητες.
* * *
η, ΝΑ [παρανοώ]
1. παρεκτροπή τής διάνοιας, παραλογισμός («τὸ δ' αὖ κακουργεῑν ἀσέβεια μαινόλις κακόφρων τ' ἀνδρῶν παράνοια», Ευρ.)
2. φρ. «παράνοιας γραφή» ή «παράνοιας δίκη»
(αττ. δίκ.) η αγωγή και η προκαλούμενη από αυτήν δίκη που γινόταν, κατά την αθηναϊκή νομοθεσία, για να διαπιστωθεί αν ένας πολίτης είχε καταστεί ανίκανος ένεκα μανίας ή μωρίας να διαχειρίζεται ή να διαθέτει την περιουσία του
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από φαινομενικώς λογικά συστήματα παραληρηματικών ιδεών, εσφαλμένων πεποιθήσεων, δηλαδή κατά την οποία το πάσχον άτομο αναπτύσσει πεποιθήσεις που είναι μεν παράλογες αλλά τίς υποστηρίζει με πειστικά και φαινομενικώς αληθοφανή επιχειρήματα, κατάσταση που από πολλούς ειδικούς θεωρείται ως μία μορφή σχιζοφρενίας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «παράνοια
ὑπερηφανία».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρανοία — παρανοίᾱ , παράνοια derangement fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανοίᾳ — παρανοίᾱͅ , παράνοια derangement fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνοια — derangement fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνοια — η λαθεμένη διανόηση, παραλογισμός, παραφροσύνη, ψυχοπάθεια, ψυχική αποξένωση: Η παράνοια είναι συστηματική λογικευμένη τρέλα με ή χωρίς ψευδαισθήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρανοίας — παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem acc pl παρανοίᾱς , παράνοια derangement fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паранойя — (Παρανοια). По этимологическому значению это слово соответствует понятию об извращении ума, и оно употреблялось давно для обозначения известных форм душевного расстройства. С начала 80 х годов установилось его употребление для весьма характерной… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • παρανοιῶν — παράνοια derangement fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρανοίαις — παράνοια derangement fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνοιαι — παράνοια derangement fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνοιαν — παράνοια derangement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”